- συνευφημώ
- -έω, ΜAμεταχειρίζομαι εύφημες λέξεις, επαινώ μαζί με άλλους κάποιονμσν.παθ. συνευφημοῡμαιπροσκυνούμαι, δοξάζομαι μαζίαρχ.συναινώ, επιδοκιμάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + εὐφημῶ (< εὔφημος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνευφημία — ἡ, ΜΑ [συνευφημῶ] η από κοινού επευφημία, η κοινή επιδοκιμασία … Dictionary of Greek